- τρίκλινος
- τρίκλῑνος , τρίκλινοςwith three couchesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… … Dictionary of Greek
τρίκλινον — with three couches neut nom/voc/acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches masc/fem acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
архитриклин — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. из ἀρχή и τρίκλινος букв. начальник … Словарь церковнославянского языка
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
θωμαΐτης — θωμαΐτης, ὁ (Μ) (ενν. τρίκλινος) (από το όν. του πατριάρχη Θωμά Α , που τό έκτισε) διαμέρισμα στα πατριαρχεία κοντά στην Αγία Σοφία, όπου συνεδρίαζε η αγία σύνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
συντρίκλινος — ον, A συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρίκλινος «αίθουσα δείπνου, εστιατόριο με τρεις δειπνητικές κλίνες»] … Dictionary of Greek
τρικλίνιο — το / τρικλίνιον, ΝΑ [τρίκλινος] (στην αρχ.) αίθουσα φαγητού τών Ρωμαίων, στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες, όπου ξάπλωναν οι συνδαιτημόνες κατά την ελληνική συνήθεια … Dictionary of Greek
τρικλιναρχία — ἡ, Α η διεύθυνση τών συμποσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκλινος «συμπόσιο» + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων … Dictionary of Greek